- ονίσκος
- Γένος μικρών χερσαίων καρκινοειδών της οικογένειας των ονκπαδών, που είναι γνωστά με την κοινή ονομασία γουρουνάκια. Έχουν μήκος περίπου 12 χιλιοστά, σώμα αρθρωτό, καμπύλο προς τα επάνω· ο θώρακας και η κοιλιά είναι εφοδιασμένα αντίστοιχα με επτά και έξι ζευγάρια πόδια. Η αναπνοή γίνεται με ένα είδος βραγχίων που υπάρχουν στα κοιλιακά πόδια. Τα καρκινοειδή αυτά αναπαράγονται με αβγά, που, γονιμοποιούμενα, διατηρούνται μέχρι το άνοιγμα τους μέσα σε έναν κοιλιακό θύλακο της θηλυκής. Μερικά είδη ο. σε περίπτωση κινδύνου, για να αμυνθούν, μαζεύονται σαν μπάλα. Τα ζώα αυτά, που προτιμούν να ζουν σε υγρό περιβάλλον, απαντώνται συχνά στις παράκτιες περιοχές.
Ονίσκος ο τοιχοδρόμος.
* * *ο (Α ὀνίσκος, θηλ. ὀνίσκη) [όνος]1. (υποκορ. τού όνος) γαϊδουράκι2. λόγια ονομασία γένους ψαριών το οποίο, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια gadidae, ο γάδοςνεοελλ.1. ζωολ. γένος και τυπικός εκπρόσωπος τής υπόταξης ονισκοειδή τών καρκινοειδών ισοπόδων, κν. γουρουνάκι2. ναυτ. είδος βαρούλκου το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως σε μικρά εμπορικά σκάφη για την έλξη ή την ανύψωση βαρέων αντικειμένων, αλλ. όνευος3. φρ. «έλαιο ονίσκου» — μουρουνέλαιοαρχ.1. είδος εντόμου όμοιου με τη σκολόπενδρα ή τον πολύποδα, σαρανταποδαρούσα2. είδος μοχλού, ανυψωτική μηχανή ή, κατ' άλλους, η λαβή τού ανυψωτικού μοχλού3. (κατά τον Ησύχ.) «ὀνίσκοςτεκτονικὸς πρίων».
Dictionary of Greek. 2013.